διαπλέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπλέω < αρχαία ελληνική διαπλέω < διά + πλέω
Ρήμα[επεξεργασία]
διαπλέω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αδιάπλευστος
- διάπλευση
- διαπλεύσιμος
- → δείτε τις λέξεις διά και πλέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπλέω
|