αδιάπλευστος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]αδιάπλευστος
- που δεν είναι δυνατόν να τον διαπλεύσουν
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αδιάπλευστος