Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά
(el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά
(el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διαπλεύσιμος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά
(el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διαπλεύσιμ
ος
η
διαπλεύσιμ
η
το
διαπλεύσιμ
ο
γενική
του
διαπλεύσιμ
ου
της
διαπλεύσιμ
ης
του
διαπλεύσιμ
ου
αιτιατική
τον
διαπλεύσιμ
ο
τη
διαπλεύσιμ
η
το
διαπλεύσιμ
ο
κλητική
διαπλεύσιμ
ε
διαπλεύσιμ
η
διαπλεύσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διαπλεύσιμ
οι
οι
διαπλεύσιμ
ες
τα
διαπλεύσιμ
α
γενική
των
διαπλεύσιμ
ων
των
διαπλεύσιμ
ων
των
διαπλεύσιμ
ων
αιτιατική
τους
διαπλεύσιμ
ους
τις
διαπλεύσιμ
ες
τα
διαπλεύσιμ
α
κλητική
διαπλεύσιμ
οι
διαπλεύσιμ
ες
διαπλεύσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
διαπλεύσιμος
<
διαπλέω
+
-ιμος
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
διαπλεύσιμος
που είναι
δυνατόν
να τον
διαπλεύσουν
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
αδιάπλευστος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
διαπλεύσιμος
αγγλικά
:
navigable
(en)
γαλλικά
:
navigable
(fr)
Κατηγορίες
:
Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Επίθετα (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
διαπλεύσιμος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος