Μετάβαση στο περιεχόμενο

navigable

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
navigable < λατινική navigabilis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /na.vi.ɡabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
navigable navigables

navigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πλωτός
  2. διαπλεύσιμος, πλεύσιμος