διανυκτερεύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
διανυκτερεύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διανυκτερεύω
- θα διανυκτερεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διανυκτερεύω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
διανυκτερεύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διανυκτέρευση