Μετάβαση στο περιεχόμενο

διανυκτέρευση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διανυκτέρευση οι διανυκτερεύσεις
      γενική της διανυκτέρευσης* των διανυκτερεύσεων
    αιτιατική τη διανυκτέρευση τις διανυκτερεύσεις
     κλητική διανυκτέρευση διανυκτερεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διανυκτερεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διανυκτέρευση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διανυκτέρευ(σις) + -ση < αρχαία ελληνική διανυκτερεύω < διά (δια-) + νυκτερεύω < νύκτερος < νύξ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði̯a.niˈkte.ɾef.si/ & /ðʝa.niˈkte.ɾef.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διανυκτέρευση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διανυκτέρευση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]