διασυνοριακά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασυνοριακά < διασυνοριακός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
διασυνοριακά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διασυνοριακά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
διασυνοριακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του διασυνοριακός