διγλώχιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διγλώχιν < δι- + αρχαία ελληνική γλωχίν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διγλώχιν ουδέτερο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διγλώχιν
|