διγλώχιν
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διγλώχιν < δι- + αρχαία ελληνική γλωχίν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διγλώχιν ουδέτερο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διγλώχιν
|