διεύθυνσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διεύθυνσις < διευθύν(ω) + -σις → και δείτε τη λέξη διεύθυνση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διεύθυνσις, -εως θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]