δικαιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
δικαιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος δικαιώνω
- θα δικαιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος δικαιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δικαιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δικαίωση