διορθώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

διορθώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διορθώνω
  2. θα διορθώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διορθώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

διορθώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διόρθωση