διττά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]διττά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διττά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]διττά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διττό