δωδεκαμελή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δωδεκαμελή αρσενικό, θηλυκό

  1. δωδεκαμελής στην αιτιατική και κλητική του ενικού

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

δωδεκαμελή ουδέτερο

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δωδεκαμελές