δωδεκαμελής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δωδεκαμελής | η | δωδεκαμελής | το | δωδεκαμελές |
γενική | του | δωδεκαμελούς* | της | δωδεκαμελούς | του | δωδεκαμελούς |
αιτιατική | τον | δωδεκαμελή | τη | δωδεκαμελή | το | δωδεκαμελές |
κλητική | δωδεκαμελή(ς) | δωδεκαμελής | δωδεκαμελές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δωδεκαμελείς | οι | δωδεκαμελείς | τα | δωδεκαμελή |
γενική | των | δωδεκαμελών | των | δωδεκαμελών | των | δωδεκαμελών |
αιτιατική | τους | δωδεκαμελείς | τις | δωδεκαμελείς | τα | δωδεκαμελή |
κλητική | δωδεκαμελείς | δωδεκαμελείς | δωδεκαμελή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δωδεκαμελής, -ής, -ές
- που αποτελείται από δώδεκα μέλη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δωδεκαμελής
|