εγκαταβιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εγκαταβιώ < ελληνιστική κοινή ἐγκαταβιόω / ἐγκαταβιῶ < αρχαία ελληνική ἐν + καταβιόω / καταβιῶ < κατά + βιόω / βιῶ
Ρήμα[επεξεργασία]
εγκαταβιώ
- (λόγιο) άλλη μορφή του εγκαταβιώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εγκαταβιώ
|