εγκαυστικής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐγκαυστικῆς

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eŋ.ɡaf.stiˈcis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐γκαυ‐στι‐κής
παλιότερος συλλαβισμός: εγ‐καυ‐στι‐κής

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

εγκαυστικής

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

εγκαυστικής θηλυκό