εγχαράξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εγχαράξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εγχαράσσω
- θα εγχαράξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εγχαράσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εγχαράξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εγχάραξη