ειδύλλια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ειδύλλια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ειδύλλιο
Δείτε επίσης : Ειδυλλία |
ειδύλλια ουδέτερο