Ειδυλλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Ειδυλλία οι Ειδυλλίες
      γενική της Ειδυλλίας των Ειδυλλιών
    αιτιατική την Ειδυλλία τις Ειδυλλίες
     κλητική Ειδυλλία Ειδυλλίες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ειδυλλία < ειδύλλιο. Η λέξη πλάστηκε καθ' ομοίωση με τη λέξη Βίλια[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.ðiˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ει‐δυλ‐λί‐α

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ειδυλλία θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]