Ειδυλλία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Ειδυλλία | οι | Ειδυλλίες |
γενική | της | Ειδυλλίας | των | Ειδυλλιών |
αιτιατική | την | Ειδυλλία | τις | Ειδυλλίες |
κλητική | Ειδυλλία | Ειδυλλίες | ||
Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.ðiˈli.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ει‐δυλ‐λί‐α
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ειδυλλία θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Κουμανούδης, Στέφανος (1900), Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών : Από της αλώσεως μέχρι των καθ΄ ημάς χρόνων, τόμ. 1, Εν Αθήναις, Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, σελ. 328