εικοσιένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικοσιένα < απόλυτο αριθμητικό είκοσι ένα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ko.siˈe.na/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ει‐κο‐σι‐έ‐να
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικοσιένα ουδέτερο άκλιτο