εισαγγελέα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εισαγγελέα αρσενικό ή θηλυκό
- (αρσενικό) γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας
- λόγια μορφή γενικής αρσενικού: του εισαγγελέως
- (θηλυκό) αιτιατική και κλητική ενικού του εισαγγελέας