εκκλησιαζόμενων
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]εκκλησιαζόμενων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του εκκλησιαζόμενος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του εκκλησιαζόμενος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εκκλησιαζόμενος