εκτίσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εκτίσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκτίω
- θα εκτίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκτίω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εκτίσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του έκτιση