εκτελεστά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εκτελεστά < εκτελεστός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εκτελεστά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκτελεστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εκτελεστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκτελεστό