εμπορεύομαι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμπορεύομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]εμπορεύομαι
- αγοράζω και πουλώ κάτι, για να κερδίσω
- (μεταφορικά) εκμεταλλεύομαι κάτι για χρηματισμό