εμφιαλώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εμφιαλώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμφιαλώνω
- θα εμφιαλώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμφιαλώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εμφιαλώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμφιάλωση