εμφυσήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εμφυσήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εμφυσώ
- θα εμφυσήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εμφυσώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εμφυσήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εμφύσηση