ενεδρεύον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.neˈðɾe.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νε‐δρεύ‐ον
- ομόηχο: ενεδρεύων
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]ενεδρεύον