εντατική ανάγνωση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εντατική ανάγνωση (νεολογισμός) < εντατικός + ανάγνωση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική intensive reading)
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]εντατική ανάγνωση θηλυκό
- (λογοτεχνία) η ανάγνωση που ακολουθείται από την επίτευξη συγκεκριμένων μαθησιακών στόχων
- ※ Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα συντελείται αυτή η αλλαγή στην αναγνωστική συμπεριφορά, που συνίσταται στο πέρασμα από την κυκλική / εντατική ανάγνωση -χαρακτηριστικό της παραδοσιακής θρησκευτικής κουλτούρας- στη γραμμική / εκτατική ανάγνωση, που διαμορφώνει τη νέα αστική κουλτούρα. (* ekebi.gr)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εντατική ανάγνωση