intensive reading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- intensive reading (νεολογισμός) < → δείτε τις λέξεις intensive και reading
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɪnˈtɛnsɪv ˈɹiːdɪŋ/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
intensive reading (en)