reading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
reading (en)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reading (en)
- διάβασμα, ανάγνωση
- για διάβασμα
- reading glasses (γυαλιά διαβάσματος)
- η ένδειξη σε κάποιο όργανο μέτρησης
- η ερμηνεία ενός συμβόλου ή ένδειξης ή γλώσσας
- (μεταφορικά) η ερμηνεία μιας κατάστασης, η αποκωδικοποίησή της σε όρους κατανοητούς που να διευκολύνουν στην εκτίμηση και αξιοποίησή της, η αξιολόγηση μιας κατάστασης