Μετάβαση στο περιεχόμενο

reading

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
reading readings

reading (en)

  1. (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, η ανάγνωση, η ενέργεια του διαβάζω
    παράδειγμα  reading glasses - γυαλιά διαβάσματος
    παράδειγμα  I love reading.
    Αγαπώ το διάβασμα.
    παράδειγμα  I have no time for reading.
    Δεν έχω καιρό για διάβασμα.
    παράδειγμα  He was absorbed in reading his newspaper.
    Ήταν απορροφημένος στο διάβασμα της εφημερίδας του.
    παράδειγμα  In first grade, children learn writing and reading.
    Στην πρώτη δημοτικού τα παιδιά μαθαίνουν γραφή και ανάγνωση.
  2. (μόνο ενικός) το διάβασμα, μία μόνο ενέργεια του διαβάζω
    παράδειγμα  the reading of the indictment by the prosecutor - το διάβασμα του κατηγορητηρίου από τον εισαγγελέα
  3. (μη μετρήσιμο) το διάβασμα, βιβλία, άρθρα κτλ. που προορίζονται για ανάγνωση
    παράδειγμα  reading matter - υλικό για διάβασμα
    παράδειγμα  a reading list - βιβλίων για διάβασμα
    παράδειγμα  a book that makes for good/dull reading - βιβλίο που είναι ευχάριστο/πληκτικό στο διάβασμα
  4. η ερμηνεία, ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο κατανοώ ένα βιβλίο, μια κατάσταση κτλ.
    παράδειγμα  the reading of a clause in a contract - η ερμηνεία ενός όρου σε μια σύμβαση
    παράδειγμα  This allows for many readings.
    Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
     συνώνυμα: interpretation
  5. η ένδειξη σε κάποιο όργανο μέτρησης
    παράδειγμα  a barometer reading - η ένδειξη του βαρόμετρου
    παράδειγμα  I am taking the readings.
    Σημειώνω τις ενδείξεις του μετρητή.
  6. η ανάγνωση, ένα από τα στάδια κατά τα οποία ένα νομοσχέδιο πρέπει να συζητηθεί και να γίνει αποδεκτό από το κοινοβούλιο πριν γίνει νόμος
    παράδειγμα  The bill was rejected at the second reading.
    Το νομοσχέδιο απερρίφθη κατά την δεύτερη ανάγνωση.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

reading (en)