read
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]read (en) (μόνο ενικός, ανεπίσημο)
- το ανάγνωσμα
- ↪ It is an inviting read.
- Είναι ένα ελκυστικό ανάγνωσμα.
- ↪ It is an inviting read.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | read |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reads |
αόριστος | read |
παθητική μετοχή | read |
ενεργητική μετοχή | reading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
read (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) διαβάζω, αναγινώσκω
- ↪ Will you read me a story?
- Θα μου διαβάσεις μια ιστορία;
- ↪ read messages - διαβασμένα/αναγνωσμένα μηνύματα
- ↪ Will you read me a story?
- (μεταβατικό) λέω, για ένα γράψιμο, είναι γραμμένο με συγκεκριμένο τρόπο
- ↪ The will reads as follows.
- Η διαθήκη λέει τα εξής.
- ↪ The will reads as follows.
- (μεταβατικό) λέω, παίρνω πληροφορίες από μια συσκευή μέτρησης
- ↪ What does the thermometer read today?
- Τι λέει το θερμόμετρο σήμερα;
- ↪ What does the thermometer read today?
Πηγές
[επεξεργασία]- read (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- read (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- read (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 495-497. ISBN 9780194325684., λήμμα: λέ(γ)ω