read
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
read | reads |
read (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | read |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reads |
αόριστος | read |
παθητική μετοχή | read |
ενεργητική μετοχή | reading |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
read (en)