εντεψίζικα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εντεψίζικα < εντεψίζικ(ος) +

Επίρρημα[επεξεργασία]

εντεψίζικα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εντεψίζικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. ξόρκια με πρόστυχα λόγια, με τα οποία προσπαθούσαν οι γυναίκες να ανάψουν τον πόθο ενός άντρα
  2. ονομασία συλλογής ποιημάτων του Γιώργου Σεφέρη (με το ψευδώνυμο Μαθιός Πασχάλης) με ποιήματα αθυρόστομα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]