ξόρκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξόρκι | τα | ξόρκια |
γενική | του | ξορκιού | των | ξορκιών |
αιτιατική | το | ξόρκι | τα | ξόρκια |
κλητική | ξόρκι | ξόρκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ξόρκι < μεσαιωνική ελληνική ξόρκι < εξόρκιν < εξορκίζω (αναδρομικός σχηματισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ξόρκι ουδέτερο
- η λέξη ή φράση, κατανοητή συνήθως, που θεωρείται ότι διώχνει το κακό πνεύμα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη εξορκίζω