Μετάβαση στο περιεχόμενο

εντοπίσεις

Από Βικιλεξικό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

εντοπίσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εντοπίζω
  2. θα εντοπίσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εντοπίζω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

εντοπίσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εντόπιση