ενυδρίς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενυδρίς < αρχαία ελληνική ἐνυδρίς < ἐν + ὕδωρ
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενυδρίς θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενυδρίς
|