εξαερώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξαερώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξαερώνω
- θα εξαερώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξαερώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξαερώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξαέρωση