εξαερώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]εξαερώνω < αρχαία ελληνική ἐξαερόω / ἐξαερῶ < ἀήρ
Ρήμα
[επεξεργασία]εξαερώνω (παθητική φωνή: εξαερώνομαι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξαερωμένος
- εξαέρωση
- → δείτε τη λέξη αέρας
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξαερώνω | εξαέρωνα | θα εξαερώνω | να εξαερώνω | εξαερώνοντας | |
β' ενικ. | εξαερώνεις | εξαέρωνες | θα εξαερώνεις | να εξαερώνεις | εξαέρωνε | |
γ' ενικ. | εξαερώνει | εξαέρωνε | θα εξαερώνει | να εξαερώνει | ||
α' πληθ. | εξαερώνουμε | εξαερώναμε | θα εξαερώνουμε | να εξαερώνουμε | ||
β' πληθ. | εξαερώνετε | εξαερώνατε | θα εξαερώνετε | να εξαερώνετε | εξαερώνετε | |
γ' πληθ. | εξαερώνουν(ε) | εξαέρωναν εξαερώναν(ε) |
θα εξαερώνουν(ε) | να εξαερώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξαέρωσα | θα εξαερώσω | να εξαερώσω | εξαερώσει | ||
β' ενικ. | εξαέρωσες | θα εξαερώσεις | να εξαερώσεις | εξαέρωσε | ||
γ' ενικ. | εξαέρωσε | θα εξαερώσει | να εξαερώσει | |||
α' πληθ. | εξαερώσαμε | θα εξαερώσουμε | να εξαερώσουμε | |||
β' πληθ. | εξαερώσατε | θα εξαερώσετε | να εξαερώσετε | εξαερώστε | ||
γ' πληθ. | εξαέρωσαν εξαερώσαν(ε) |
θα εξαερώσουν(ε) | να εξαερώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξαερώσει | είχα εξαερώσει | θα έχω εξαερώσει | να έχω εξαερώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξαερώσει | είχες εξαερώσει | θα έχεις εξαερώσει | να έχεις εξαερώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξαερώσει | είχε εξαερώσει | θα έχει εξαερώσει | να έχει εξαερώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξαερώσει | είχαμε εξαερώσει | θα έχουμε εξαερώσει | να έχουμε εξαερώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξαερώσει | είχατε εξαερώσει | θα έχετε εξαερώσει | να έχετε εξαερώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξαερώσει | είχαν εξαερώσει | θα έχουν εξαερώσει | να έχουν εξαερώσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εξαερώνω
|