εξαερώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαερώνω < αρχαία ελληνική ἐξαερόω / ἐξαερῶ < ἀήρ

Ρήμα[επεξεργασία]

εξαερώνω (παθητική φωνή: εξαερώνομαι)

  1. αφαιρώ τον αέρα από κάπου, εξατμίζω
  2. (φυσική) μετατρέπω ένα υγρό σε αέριο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]