εξαντλητικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

εξαντλητικά < εξαντλητικός

Επίρρημα

[επεξεργασία]

εξαντλητικά

  1. με εξαντλητικό τρόπο
    δουλεύει εξαντλητικά εδώ και πολλούς μήνες

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

εξαντλητικά