εξαντλητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksand.li.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξαντ‐λη‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαντλητικός, -ή, -ό
- για εργασία, προσπάθεια κ.λπ. που εξαντλεί
- ↪ ο δρομέας τερμάτισε μετά από μια εξαντλητική προσπάθεια
- ≈ συνώνυμα: εξουθενωτικός, κουραστικός
- που δεν εξαιρεί, δεν παραλείπει κανένα από τα στοιχεία ενός συνόλου
- ↪ ο συγγραφέας προχωρεί σε εξαντλητική απαρίθμηση όλων των αιτίων του φαινομένου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαντλητικός
[επεξεργασία]
- ↑ εξαντλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.