εξομοιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
εξομοιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξομοιώνω
- θα εξομοιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξομοιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
εξομοιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξομοίωση