εξονειδίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εξονειδίζω < αρχαία ελληνική ἐξονειδίζω
Ρήμα
[επεξεργασία]εξονειδίζω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- εξονειδισμένος
- εξονειδισμός
- εξονειδιστικός
- εξονειδιστικώς
- → δείτε τις λέξεις ονειδίζω και όνειδος
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξονειδίζω | εξονείδιζα | θα εξονειδίζω | να εξονειδίζω | εξονειδίζοντας | |
β' ενικ. | εξονειδίζεις | εξονείδιζες | θα εξονειδίζεις | να εξονειδίζεις | εξονείδιζε | |
γ' ενικ. | εξονειδίζει | εξονείδιζε | θα εξονειδίζει | να εξονειδίζει | ||
α' πληθ. | εξονειδίζουμε | εξονειδίζαμε | θα εξονειδίζουμε | να εξονειδίζουμε | ||
β' πληθ. | εξονειδίζετε | εξονειδίζατε | θα εξονειδίζετε | να εξονειδίζετε | εξονειδίζετε | |
γ' πληθ. | εξονειδίζουν(ε) | εξονείδιζαν εξονειδίζαν(ε) |
θα εξονειδίζουν(ε) | να εξονειδίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξονείδισα | θα εξονειδίσω | να εξονειδίσω | εξονειδίσει | ||
β' ενικ. | εξονείδισες | θα εξονειδίσεις | να εξονειδίσεις | εξονείδισε | ||
γ' ενικ. | εξονείδισε | θα εξονειδίσει | να εξονειδίσει | |||
α' πληθ. | εξονειδίσαμε | θα εξονειδίσουμε | να εξονειδίσουμε | |||
β' πληθ. | εξονειδίσατε | θα εξονειδίσετε | να εξονειδίσετε | εξονειδίστε | ||
γ' πληθ. | εξονείδισαν εξονειδίσαν(ε) |
θα εξονειδίσουν(ε) | να εξονειδίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξονειδίσει | είχα εξονειδίσει | θα έχω εξονειδίσει | να έχω εξονειδίσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξονειδίσει | είχες εξονειδίσει | θα έχεις εξονειδίσει | να έχεις εξονειδίσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξονειδίσει | είχε εξονειδίσει | θα έχει εξονειδίσει | να έχει εξονειδίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξονειδίσει | είχαμε εξονειδίσει | θα έχουμε εξονειδίσει | να έχουμε εξονειδίσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξονειδίσει | είχατε εξονειδίσει | θα έχετε εξονειδίσει | να έχετε εξονειδίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξονειδίσει | είχαν εξονειδίσει | θα έχουν εξονειδίσει | να έχουν εξονειδίσει |
|