εξυγιαντικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξυγιαντικά < εξυγιαντικ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
εξυγιαντικά
- με εξυγιαντικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυγιαντικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εξυγιαντικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξυγιαντικός