επάγω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επάγω < (αρχαία ελληνική) ἐπάγω
Ρήμα
[επεξεργασία]επάγω
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επάγω
|