επαγγέλλονται
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επαγγέλλονται
- γ΄ πρόσωπο πληθυντικού οριστικής ενεστώτα - αποθετικό ρήμα επαγγέλλομαι
Δείτε επίσης : ἐπαγγέλλονται |
επαγγέλλονται