επαναδιαπραγματεύομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναδιαπραγματεύομαι < επανα- + διαπραγματεύομαι
Ρήμα
[επεξεργασία]επαναδιαπραγματεύομαι (αποθετικό)
- διαπραγματεύομαι ξανά, απ’ την αρχή, ξαναρχίζω τις διαπραγματεύσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | επαναδιαπραγματεύομαι | επαναδιαπραγματευόμουν(α) | θα επαναδιαπραγματεύομαι | να επαναδιαπραγματεύομαι | ||
β' ενικ. | επαναδιαπραγματεύεσαι | επαναδιαπραγματευόσουν(α) | θα επαναδιαπραγματεύεσαι | να επαναδιαπραγματεύεσαι | (επαναδιαπραγματεύου) | |
γ' ενικ. | επαναδιαπραγματεύεται | επαναδιαπραγματευόταν(ε) | θα επαναδιαπραγματεύεται | να επαναδιαπραγματεύεται | ||
α' πληθ. | επαναδιαπραγματευόμαστε | επαναδιαπραγματευόμαστε επαναδιαπραγματευόμασταν |
θα επαναδιαπραγματευόμαστε | να επαναδιαπραγματευόμαστε | ||
β' πληθ. | επαναδιαπραγματεύεστε | επαναδιαπραγματευόσαστε επαναδιαπραγματευόσασταν |
θα επαναδιαπραγματεύεστε | να επαναδιαπραγματεύεστε | (επαναδιαπραγματεύεστε) | |
γ' πληθ. | επαναδιαπραγματεύονται | επαναδιαπραγματεύονταν επαναδιαπραγματευόντουσαν |
θα επαναδιαπραγματεύονται | να επαναδιαπραγματεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | επαναδιαπραγματεύτηκα | θα επαναδιαπραγματευτώ | να επαναδιαπραγματευτώ | επαναδιαπραγματευτεί | ||
β' ενικ. | επαναδιαπραγματεύτηκες | θα επαναδιαπραγματευτείς | να επαναδιαπραγματευτείς | επαναδιαπραγματεύσου | ||
γ' ενικ. | επαναδιαπραγματεύτηκε | θα επαναδιαπραγματευτεί | να επαναδιαπραγματευτεί | |||
α' πληθ. | επαναδιαπραγματευτήκαμε | θα επαναδιαπραγματευτούμε | να επαναδιαπραγματευτούμε | |||
β' πληθ. | επαναδιαπραγματευτήκατε | θα επαναδιαπραγματευτείτε | να επαναδιαπραγματευτείτε | επαναδιαπραγματευτείτε | ||
γ' πληθ. | επαναδιαπραγματεύτηκαν επαναδιαπραγματευτήκαν(ε) |
θα επαναδιαπραγματευτούν(ε) | να επαναδιαπραγματευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω επαναδιαπραγματευτεί | είχα επαναδιαπραγματευτεί | θα έχω επαναδιαπραγματευτεί | να έχω επαναδιαπραγματευτεί | επαναδιαπραγματευμένος | |
β' ενικ. | έχεις επαναδιαπραγματευτεί | είχες επαναδιαπραγματευτεί | θα έχεις επαναδιαπραγματευτεί | να έχεις επαναδιαπραγματευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει επαναδιαπραγματευτεί | είχε επαναδιαπραγματευτεί | θα έχει επαναδιαπραγματευτεί | να έχει επαναδιαπραγματευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε επαναδιαπραγματευτεί | είχαμε επαναδιαπραγματευτεί | θα έχουμε επαναδιαπραγματευτεί | να έχουμε επαναδιαπραγματευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε επαναδιαπραγματευτεί | είχατε επαναδιαπραγματευτεί | θα έχετε επαναδιαπραγματευτεί | να έχετε επαναδιαπραγματευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν επαναδιαπραγματευτεί | είχαν επαναδιαπραγματευτεί | θα έχουν επαναδιαπραγματευτεί | να έχουν επαναδιαπραγματευτεί |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαναδιαπραγματεύομαι
|