επαναδιαπραγμάτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επαναδιαπραγμάτευση < επανα- + διαπραγμάτευσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]επαναδιαπραγμάτευση θηλυκό
- διαπραγμάτευση ξανά από την αρχή
- επαναδιαπραγμάτευση του χρέους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαναδιαπραγμάτευση