επαναδιατυπώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
επαναδιατυπώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναδιατυπώνω
- θα επαναδιατυπώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναδιατυπώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
επαναδιατυπώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαναδιατύπωση