επαναπροωθήσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

επαναπροωθήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επαναπροωθώ
  2. θα επαναπροωθήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επαναπροωθώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

επαναπροωθήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επαναπροώθηση