επανωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επανωτά < επανωτ(ός) + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
επανωτά
- (λόγιο) άλλη μορφή του απανωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επανωτά
→ δείτε τη λέξη απανωτά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
επανωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επανωτός